- μαϊμούδισμα
- τοτο να μιμείται κανείς τη μαϊμού, ο πιθηκισμός: Με εκνευρίζουν τα μαϊμουδίσματά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαϊμούδισμα — το [μαϊμουδίζω] μαϊμουδισμός … Dictionary of Greek
μαϊμουδισμός — ο το μαϊμούδισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιθηκισμός — ο η τάση να μιμούμαι τους άλλους, μαϊμουδισμός ή μαϊμούδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)